- οροφηφάγος
- ὀροφηφάγος, -ον (ΑΜ)αυτός που τρώει, δηλ. καταστρέφει, την οροφή («ὀροφηφάγον πῡρ», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀροφή + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀροφηφάγον — ὀροφηφάγος roof destroying masc/fem acc sg ὀροφηφάγος roof destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)